- δίληπτος
- ο (Μ δίληπτος, -ον)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο δίληπτοςγένος τραχηλιδών πρωτόζωωνμσν.αυτός που μπορεί να εκληφθεί με δύο διαφορετικές σημασίες, διφορούμενος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + -ληπτός < λαμβάνω (πρβλ. εύληπτος, δύσληπτος)].
Dictionary of Greek. 2013.